- νοσομανία
- ηυποχονδριακή κατάσταση αρρώστου που καταγίνεται πάντοτε με την υγεία του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νοσομανία — η ιατρ. είδος υποχονδρίας κατά την οποία ο ασθενής πιστεύει ακράδαντα ότι πάσχει από όλες τις σοβαρές νόσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nosomanie < νόσος + μανία (< μανής < μαίνομαι)] … Dictionary of Greek
νοσομανής — ές αυτός που πάσχει από νοσομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. μορφινο μανής] … Dictionary of Greek
νοσομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που υποφέρει από νοσομανία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοσοφοβία — η βλ. νοσομανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)